άθλος

άθλος
Αγώνας σε περίοδο πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Συναγωνισμός, άμιλλα για την κατάκτηση επάθλου. Κατόρθωμα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων της αρχαιότητας κατά των διαφόρων τεράτων και κατά των στοιχείων της φύσης (οι ά. του Ηρακλή, του Θησέα, του Περσέα κ.ά.). Στα νεότερα χρόνια η λέξη ά. χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει και κατορθώματα κοινών θνητών, κυρίως σε τομείς που έχουν άμεση σχέση με την αντιμετώπιση γενικότερων καθημερινώναντιξοοτήτων. Αττικό αγγείο που αναπαριστά τον περίφημο άθλο του Ηρακλή κατά της Λερναίας Ύδρας. Οι άθλοι του Περσέα ενέπνευσαν τους καλλιτέχνες της αρχαιότητας. Στη φωτογραφία, τοιχογραφία της Πομπηίας του 1ου αι. π.Χ., με θέμα «Περσέας και Ανδρομέδα» (Εθνικό Μουσείο Νάπολης, Ιταλία).
* * *
ο (Α ἆθλος και ασυναίρετο ἄεθλος)
επίμοχθη προσπάθεια, κατόρθωμα, φρ. «οἱ ἆθλοι τοῡ Ἡρακλέους») (νεοελληνικά λέγεται και ειρωνικά)
αρχ.
1. αγώνας, άμιλλα για βραβείο
2. βραβείο σε αγώνα, έπαθλο
3. φρ. «ἆθλος πρόκειται», ορίζεται αγώνας
«ἆθλον προτίθημι», ορίζω αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄεθλος, από το αρσ. επιθ. ἄεθλος*, που χρησιμοποιήθηκε ως ουσιαστικό, με συναίρεση προέκυψε ο τ. ἆθλος, ο.
ΠΑΡ. αθλούμαι μσν. ἀθλοσύνη.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀθλονίκης, νεοελλ. αθλομανής, αθλοπαιδιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άθλος — ο αγώνας, πάλη, κατόρθωμα: Η επιτυχία του νέου αυτού ήταν πραγματικός άθλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἆθλος — ἆ̱θλος , ἆθλος contest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀέθλους — ἆθλος contest masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄεθλοι — ἆθλος contest masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄεθλος — ἆθλος contest masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερόαθλος — καρτερόαθλος, ον (Α) αυτός που πάλεψε με καρτερία, που έδειξε επιμονή και αντοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + άθλος (< ἄθλος), πρβλ. αρίστ αθλος, φίλ αθλος] …   Dictionary of Greek

  • πολύαθλος — ον, ΜΑ αυτός που αριστεύει σε πολλούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἆθλος (πρβλ. εύ αθλος, μυρί αθλος)] …   Dictionary of Greek

  • αθλοσύνη — ἀθλοσύνη, η (Μ) [ἆθλος] άθλος, αγώνισμα …   Dictionary of Greek

  • εύαθλος — εὔαθλος και εὐάεθλος, ον (Α) 1. αυτός που αγωνίζεται με επιτυχία, ο νικητής («κίρναμεν... εὐαέθλου γενεᾱς ὕπερ», Πίνδ.) 2. αυτός που κερδήθηκε σε νίκη («εὐάθλων γεράων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αθλος (< άθλον), πρβλ. πέντ αθλος] …   Dictionary of Greek

  • μεγάλαθλος — μεγάλαθλος, ον (Μ) αυτός που κάνει μεγάλους άθλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) + ἆθλος (πρβλ. πέντ αθλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”